φάλαγγ'

φάλαγγ'
φάλαγγα , φάλαγξ
line of battle
fem acc sg
φάλαγγι , φάλαγξ
line of battle
fem dat sg
φάλαγγε , φάλαγξ
line of battle
fem nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Лома, Александр — Александр Лома Дата рождения: 1955 год(1955) Место рождения: Валево, Сербия Страна …   Википедия

  • κρεουργηδόν — (Α) επίρρ. κομματιαστά («τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν διασπάσαντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργός + επιρρμ. κατάλ. τού τρόπου ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν, φαλαγγ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • κωμάρχης — κωμάρχης, ου, ὁ (Α) 1. προεστός χωριού 2. (κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους στην Αίγυπτο) πολιτικός διοικητής που διηύθυνε την παροχή υδάτων για άρδευση και επόπτευε τη χορήγηση σπόρων και δανείων στους καλλιεργητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”